Με αφορμή την “υπόθεση Λιγνάδη” και τον σάλο που έχει ξεσπάσει από την απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, κυρίως ως προς το σκέλος του ανασταλτικού αποτελέσματος της ήδη ασκηθείσας έφεσης του κατηγορουμένου, θα ήθελα κι εγώ να κάνω όσο πιο νηφάλια γίνεται κάποιες διαπιστώσεις:
1. Σε καμία περίπτωση δεν παίρνω θέση ως προς το θέμα της αθωότητας ή της ενοχής του κατηγορουμένου, εφόσον δεν έχω την παραμικρή γνώση της δικογραφίας, πέραν των όσων γνωρίζω από τον τύπο. Ακόμα και το θέμα του ανασταλτικού χαρακτήρα της έφεσής του, αν και έχω ορισμένες επιστημονικές επιφυλάξεις ως προς την ορθότητα της απόφασης, το αφήνω στην κρίση των Δικαστών και ενόρκων που δίκασαν την υπόθεση, τοσούτω μάλλον που δεν έχω διαβάσει την απόφαση και το σκεπτικό της.
2. Δυστυχώς την εγκράτεια αυτή δεν έχει η πλειοψηφία των “δικαστών” του πληκτρολογίου και των ΜΚΔ που βγάζει “αθωωτικές” ή “καταδικαστικές” αποφάσεις ανάλογα με το εάν της αρέσει ο κατηγορούμενος και το τι πρεσβεύει.
3. Οι αποφάσεις τόσο ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών όσο και ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου που διέπουν μία διαφορά, έχει ανατεθεί κατά το Σύνταγμα στα Δικαστήρια, τα οποίο συγκροτούνται κατά κανόνα από τακτικούς δικαστές, που αποφαίνονται σύμφωνα με τον νόμο και την συνείδησή τους, στην δε ποινική δίκη, μεταξύ άλλων με βάση την αρχή της ηθικής αποδείξεως.
4. Υπό αυτή την έννοια όσοι βρίσκονται εκτός της διαδικασίας μίας υπόθεσης και κυρίως οι αδαείς περί τα νομικά, ορθό και φρόνιμο είναι να απέχουν από οποιαδήποτε κριτική όταν αγνοούν τόσο τα στοιχεία της δικογραφίας όσο και το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο.
5. Οι νομικοί βέβαια όταν δημοσιευθεί η απόφαση, μπορούν να ασκήσουν την δέουσα κριτική, πάντοτε με επιστημονικά κριτήρια και επιστημονικό λόγο και όχι με βάση τις προσωπικές, ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές ή οποιεσδήποτε άλλες απόψεις τους.

6. Για ορισμένα κακουργήματα, όπως αυτά που αφορούν την γενετήσια αξιοπρέπεια, η εκδίκαση των υποθέσεων έχει ανατεθεί σε Μικτά Δικαστήρια, τα οποία αποτελούνται κατά πλειοψηφία από λαϊκούς δικαστές (ενόρκους) και από τακτικούς δικαστές. Και οι λαϊκοί δικαστές έχουν τις εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας κατά την εκδίκαση των υποθέσεων στις οποίες έχουν οριστεί με διαφανείς διαδικασίες και σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου.
7. Ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί κάποιος με την συμμετοχή ενόρκων στις δίκες αυτές, και μάλιστα κατά πλειοψηφία, η συμμετοχή τους είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, στις μέχρι τώρα δε τέσσερις συνταγματικές αναθεωρήσεις, κανένα κόμμα και καμία επιστημονική φωνή δεν έθεσε θέμα αναθεώρησης αυτής της διαδικασίας. Συνεπώς τα περί “ενοχής ή αθώωσης με τις ψήφους των ενόρκων”, που ακούγονται όταν οι αποφάσεις εκδίδονται κατά πλειοψηφία, βρίσκονται εκτός εννόμου τάξεως και λέγονται προφανώς για αποπροσανατολισμό, όταν δεν βολεύει κάποιους η ετυμηγορία.
8. Πρέπει να καταλάβουμε ότι σε ένα Κράτος Δικαίου, όπως θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι η χώρα μας, δεν νοείται Δικαιοσύνη a la carte. Οι αποφάσεις πρέπει να είναι σεβαστές είτε μας αρέσουν και συμφωνούμε είτε δεν μας αρέσουν και διαφωνούμε. Δεν μπορεί όταν συμφωνούμε να τις δεχόμαστε και μάλιστα με βαρύγδουπες εκφράσεις του τύπου “η Δικαιοσύνη έλαμψε”, “η Δικαιοσύνη μίλησε”, “τιμή στην Δικαιοσύνη” κτο και όταν δεν συμφωνούμε να αφήνουμε υπονοούμενα εάν δεν το λέμε ξεκάθαρα ότι οι Δικαστές τάχα επηρεάζονται στο έργο τους από την εκάστοτε Κυβέρνηση ή άλλους εξωθεσμικούς παράγοντες ή ότι δήθεν “τα πιάνουν”.
9. Τα παραπάνω είναι έτι περαιτέρω καταδικαστέα όταν προσωποποιούνται και στοχευουν τα πρόσωπα των δικαστών, την στιγμή που δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη περί επηρεασμού της κρίσης τους.
Τα παραπάνω λέγονται από κάποιον που κατά καιρούς έχει ασκήσει κριτική σε δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα Ανωτάτων Δικαστηρίων (ΣτΕ και ΑΠ), πάντοτε όμως μέσα από επιστημονικά fora και με καθαρά επιστημονικά κριτήρια.