Η αρχή «first come first served» εφαρμόζεται στα στάδια έγκρισης και εκταμίευσης του Ταμείου ΑνάκαμψηςΤο ΕΒΕΠ επισημαίνει πως το Ελληνικό Σχέδιο «Ελλάδα 2.0» περιλαμβάνεται στην πρώτη ομάδα των χωρών των οποίων τα Σχέδια Ανάκαμψης θα εγκριθούν από την Κομισιόν, εντός του Ιουνίου. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη δήλωση του Ευρωπαίου Επιτρόπου Οικονομικών, τονίστηκε ότι στις διαδικασίες του RRF θα ισχύσει η αρχή «first come first served». Ωστόσο η μεγάλη πρόκληση για όλα τα κράτη-μέλη, και φυσικά για την Ελλάδα είναι να προχωρήσει άμεσα στην έναρξη των έργων και βέβαια στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται με βάση τα ορόσημα και τους στόχους που έχουν τεθεί, από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η διαδικασία εκταμίευσης των χρημάτων από το RRF.
Στο «Ελλάδα 2.0» υπάρχουν αυστηρά ορόσημα και σημαντικοί στόχοι βάσει των οποίων θα γίνονται οι εκταμιεύσεις. Ορόσημα θα είναι, η ψήφιση νόμων, η έκδοση υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων, η δημιουργία μιας πλατφόρμας με την οποία θα υλοποιείται μία μεταρρύθμιση. Όσον αφορά τους στόχους θα σχετίζονται με το τελικό αποτέλεσμα.
Μάλιστα το 2022 οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι ιδιαίτερα υψηλοί, καθώς η Ελλάδα καλείται να διπλασιάσει τις απορροφήσεις σε σχέση με το ΠΔΕ στα 10 δις ευρώ από 5 δις ευρώ. Ειδικά στο σκέλος των δημοσίων επενδύσεων ο κίνδυνος είναι μεγάλος να υπάρχουν τα χρήματα και να προκύψουν καθυστερήσεις γραφειοκρατικού χαρακτήρα στην ωρίμανση των έργων και από τυχόν προσφυγές σε διαγωνισμούς.
Από τα 672,5 δις ευρώ του RRF, έως 312,5 δις ευρώ θα διανεμηθούν ως επιχορηγήσεις και 360 δις ευρώ ως δάνεια. Κάποιες όμως χώρες επέλεξαν να μην ζητήσουν δάνεια, τα οποία, σε αντίθεση με τις επιχορηγήσεις, πρέπει να εξοφληθούν σε εθνικό επίπεδο που σημαίνει ότι το συνολικό ταμείο του RRF δεν θα φτάσει το αρχικό ποσό των 750 δις ευρώ.
Το RRF για την Ελλάδα προβλέπει 12,6 δις ευρώ δάνεια και 16,4 δις επιδοτήσεις, εκ των οποίων τα 6,2 δις και 2,1 δις ευρώ για πράσινη και ψηφιακή μετάβαση αντίστοιχα. Για την ενίσχυση της απασχόλησης και την αναβάθμιση δεξιοτήτων προβλέπονται 4,1 δις και για ιδιωτικές επενδύσεις 4 δις ευρώ.
Η Ελλάδα εκτιμά ότι το 2021 και το 2022 από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα εισπράξει περίπου 12 δις ευρώ και θα δαπανήσει πάνω από 7 δις ευρώ. Η απορρόφηση, εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι, που έχουν τεθεί στο 100%, ανέρχεται σε 1,6 δις ευρώ το 2021 και 5,7 δις ευρώ το 2022. Ειδικά για το 2022, τα 5 δις ευρώ αφορούν σε επιδοτήσεις και τα υπόλοιπα 700 εκατ. ευρώ σε δάνεια. Ο λόγος για τον οποίο το ύψος των δανείων είναι χαμηλό οφείλεται στο γεγονός ότι πρώτα θα δοθούν τα ίδια κεφάλαια του επενδυτή και κατόπιν θα γίνει η αποπληρωμή της συμμετοχής του Δημοσίου, έως 50%, με τα ανάλογα δάνεια. Η Επιτροπή ενημέρωσε ότι οι χώρες που υπέβαλαν τα σχέδιά τους πριν από το Μάιο, όπως η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία και η Σλοβακία θα λάβουν το 30% των επιχορηγήσεων εντός δύο μηνών.
Για το σύνολο των χωρών, κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου, η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμη να διανείμει από 60 έως 100 δις ευρώ. Η Πορτογαλία, η οποία έχει τη προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, προσπαθεί να επιταχύνει τις διαδικασίες έγκρισης και εκταμίευσης ώστε να σταματήσει την οικονομική ζημία που έχει προκληθεί από τη κρίση της πανδημίας, όπως καταγράφεται στους 4 πίνακες που επισυνάπτονται.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ & Βασίλης Κορκίδης δήλωσε: «Η Ελλάδα είναι μεταξύ των προνομιούχων χωρών του Ταμείου Ανάκαμψης και το κυβερνητικό επιτελείο που διαχειρίζεται το “Ελλάδα 2.0”, θέλει αφενός να έρθουν τα χρήματα το συντομότερο και αφετέρου να δαπανηθούν σωστά, εκεί που πρέπει, όταν και όπως πρέπει. Βεβαίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα θέλαμε μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης πέραν του 1,5 δις ευρώ που προβλέπεται και αυτό δεν επισημαίνεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά και από πολλούς άλλους εθνικούς φορείς ευρωπαϊκών χωρών.
Το ΕΒΕΠ γνωρίζοντας τη δυσκολία του εγχειρήματος και παρά τα εύσημα από τις Βρυξέλλες θεωρεί μεγάλη πρόκληση την επίτευξη των στόχων στο οριοθετημένο χρονοδιάγραμμα. Ο κίνδυνος να υπάρχουν τα χρήματα και να μην υλοποιείται μια επένδυση είναι συνήθης και υπαρκτός, αλλά μπορεί να αποφευχθεί με τη χρήση “δεικτών συμμετοχής”, οι οποίοι θα καταδεικνύουν, εάν πράγματι αυτή τη φορά, τα χρήματα θα “πιάσουν τόπο” στην οικονομία μας.»
