Η ριζική αναθεώρηση της μεταναστευτικής και προσφυγικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί εδώ και χρόνια βασική επιδίωξη της Ελλάδας.
Η προσφυγική κρίση, που κορυφώθηκε το 2015 και διχάζει έκτοτε την Ευρώπη, ήρθε να αποδείξει το αδιέξοδο του σημερινού συστήματος. Ένα πλέγμα ατάκτως ερριμμένων πολιτικών, που υπερφορτώνει άδικα τα κράτη πρώτης υποδοχής, βυθίζει στην ανασφάλεια τους ευρωπαϊκούς λαούς και εξαθλιώνει τους ίδιους τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή ακόμα και μικρών παιδιών.
Ήταν, λοιπόν, αναμενόμενο η αντιμετώπιση αυτής της θλιβερής πραγματικότητας να μπει υψηλά στην ατζέντα της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αυτή συστάθηκε το 2019 από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Η πρόταση για ένα νέο ευρωπαϊκό σύστημα μετανάστευσης και ασύλου, βασισμένο στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών, προβλήθηκε από τη νέα ευρωπαϊκή ηγεσία ως προτεραιότητα.
Η ανάθεση, μάλιστα, της εποπτείας του σχετικού χαρτοφυλακίου στον Έλληνα Μαργαρίτη Σχοινά αναπτέρωσε τις ελπίδες για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του αποτυχημένου νομικού πλαισίου.
Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι ο δρόμος προς μια πραγματική ευρωπαϊκή ενοποίηση σκοντάφτει για ακόμα μια φορά στις αγκυλώσεις και τη μυωπική στάση ορισμένων χωρών, κυρίως εκείνων που δεν έχουν την υποχρέωση να διαχειριστούν προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές.
Η πρόταση για ένα νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, που ανακοινώθηκε με τυμπανοκρουσίες τον περασμένο Σεπτέμβριο, πάσχει από απογοητευτική έλλειψη φιλοδοξίας και τόλμης.
Δυστυχώς, και παρά τις διαβεβαιώσεις του Έλληνα επιτρόπου, το κείμενο δεν αποτελεί προϊόν συμβιβασμών. Κάθε άλλο, η διαβόητη λογική του Δουβλίνου είναι ακόμα εκεί, υποχρεώνοντας τις χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα να διατηρήσουν τον ρόλο τού οιονεί Ευρωπαίου χωροφύλακα.
Αντί για έναν υποχρεωτικό μηχανισμό μετεγκατάστασης προσφύγων και μεταναστών, υπάρχει μια πολυδαίδαλη και ελάχιστα δεσμευτική διαδικασία «θεωρητικής» αλληλεγγύης, που φαίνεται να βασίζεται κυρίως στη «χορηγία» επιστροφών. Θα πληρώνουν, δηλαδή, κάποιες χώρες τα έξοδα της επιστροφής των μεταναστών, που δεν δικαιούνται άσυλο, στις χώρες προέλευσης. Μια διαδικασία χρονοβόρα και παραδοσιακά ατελέσφορη, καθώς οι αριθμοί για τις επιστροφές πανευρωπαϊκά είναι εδώ και χρόνια απογοητευτικά μικροί.
Εν τω μεταξύ, τα νησιά μας θα παραμείνουν περιοχές τρίτης ταχύτητας μέσα στην Ευρώπη, αφού όλες οι διαδικασίες καταγραφής και εξέτασης αιτημάτων ασύλου θα εξακολουθήσουν να διεξάγονται στα σύνορα, ενώ προστίθενται και νέες διαδικασίες «ελέγχου διαλογής», με τις οποίες αιτούντες άσυλο και παράτυποι μετανάστες θα συνεχίσουν να εγκλωβίζονται σε αυτές τις σύγχρονες «νήσους Έλις».
Πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητό από την ελληνική κοινή γνώμη το εξής: Αφού το σύμφωνο εγκριθεί, θα δεσμεύει στο ακέραιο την Ελλάδα για δεκαετίες. Πρόκειται, άλλωστε, για μια συλλογή νομικών κειμένων με τη μορφή Κανονισμών, που σημαίνει ότι στην τελική τους μορφή δεν τροποποιούνται εύκολα. Από την τελευταία τέτοια μεταρρύθμιση, άλλωστε, τον Κανονισμό του Δουβλίνου, έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια.
Απαιτείται, λοιπόν, μια πανευρωπαϊκή συμμαχία μεταξύ των δυνάμεων που αντιλαμβάνονται το Σύμφωνο ως αυτό που είναι: Μια απαράδεκτη διαιώνιση του παρόντος συστήματος με ελάχιστα στοιχεία επιφανειακού καλλωπισμού. Στις πολιτικές μάχες που θα δοθούν τους επόμενους μήνες τόσο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η Ελλάδα οφείλει να εξαντλήσει κάθε διπλωματικό περιθώριο για την ουσιαστική βελτίωση του Συμφώνου.
Ακόμα και αν πρέπει τελικά να μπλοκάρει με βέτο μια πιθανή συμφωνία.
Σε αυτή την προσπάθεια η κυβέρνηση θα βρει σύμμαχο το Κίνημα Αλλαγής, στον βαθμό που θα μπορέσει και αυτή να σταθεί αντάξια των προσδοκιών των πολιτών.

