Eίμαι, που λέτε, στη Νέα Υόρκη, για δημοσιογραφική αποστολή. Και, όπως σε κάθε επαγγελματικό ταξίδι, τον ελεύθερο χρόνο μου τον “έτρωγα” στα δισκάδικα και στα βιβλιοπωλεία.
Τα ταξίδια με το Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η χαρά του δημοσιογράφου. Ο πρόεδρος ήθελε να περνάει (και περνούσε) καλά. Κι έτσι, ένα ταξίδι που κανονικά θα διαρκούσε το πολύ δυο ημέρες, μπορεί να διαρκούσε πέντε!
Ο Θεός να τον αναπαύσει, αλλά στα ταξίδια που τον ακολούθησα πλούτισα την δισκοθήκη και την βιβλιοθήκη μου.
Τα “έξοδα κινήσεως” που δικαιολογούσε η εφημερίδα, τα κατανάλωνα σχεδόν όλα στα δισκάδικα, άντε και και σε κανένα ποτάκι σε κάποιο μπαρ το βράδυ. Όσο για φαγητό, την έβγαζα με σάντουϊτς και καφέδες. Συνήθως μόνος, αφού δεν ακολουθούσα τους άλλους, που πήγαιναν για διασκέδαση!
Τα ταξίδια με τον Κων. Μητσοτάκη (με τον οποίο γυρίσαμε τον κόσμο), ήταν γεμάτα άγχος! Ο αείμνηστος, μόλις φθάναμε στον προορισμό, έτρεχε αμέσως στην συνάντηση που είχε προγραμματίσει και φεύγαμε αμέσως. Φαγητό στο αεροπλάνο, όπου και μας ενημέρωνε, ενώ εμείς ήμασταν “ψόφιοι” κι εκείνος λες και δεν είχε ταξιδέψει ούτε μίαν ώρα! Και με το ερώτημα να πλανάται: “Μα, τί πίνει;”…
Με τον Κων. Μητσοτάκη, αγόρασα μόνο δίσκους! Ήταν τακτικός συνομιλητής της Θάτσερ κι έτσι το δρομολόγιό μας είχε πολύ Λονδίνο! Και ενώ εκείνος βρισκόταν στην Ντάουνινγκ Στρητ 10, εγώ με τον ανηψιό μου, που ζει εκεί, έτρεχα στο “Nοstalgia”, ένα δισκάδικο με παλιά LP του50-60-70, όπως και σε κάποιους “πάγκους” στο Porto Bello για “σαρανταπεντάρια” (δίσκους, όχι πιστόλια!).
Είμαι, που λέτε, στη Νέα Υόρκη και έχω μπροστά μου όλο το βράδυ.
Έχουμε ξεμείνει με μια συνάδελφο ,το δημοσιογραφικό γκρουπ έχει πάει στην “Αστόρια” για ελληνικό γλέντι (αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ μου, να πηγαίνεις Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Σικάγο, Σίδνεϊ, Βρυξέλλες. Παρίσι και να ψάχνεις “ελληνικό μαγαζί”) και περπατάμε, βράδυ, στις λεωφόρους, μέχρι που μπαίνουμε σε ένα μπαράκι, καθώς,περνώντας, ακούσαμε όμορφη μουσική…

Έπαιζε ένα πολύ καλό γκρουπ, κάτι σαν “free tzaz”, δεν είχε πολύ κόσμο και καθίσαμε στο μπαρ. Μας είδε ο μπάρμαν, ζητήσαμε το ποτό μας και αρχίσαμε να μιλάμε ελληνικά. Μας ακούει ο μπάρμαν και μας μιλάει με εκείνα τα ελληνο-αμερικάνικα, μας λέει ότι οι γονείς του ήρθαν από την Ρόδο στην Νέα Υόρκη και εκείνος εργάζεται στο μπαρ και σπουδάζει γεωπόνος.
Και καθώς μιλάμε, το αυτί μου “πιάνει” το κομμάτι που παίζει το γρκουπ των μαύρων μουσικών. “Σσσσστ” τους κάνω και καταλαβαίνω ότι τα παιδιά παίζουν τη ”Συννεφιασμένη Κυριακή” σε μια δική τους διασκευή. “Τί παίζουνε;” ρωτώ τον νεαρό. “Α, ο πιανίστας είναι φίλος μου και του έδωσα να ακούσει κάτι ελληνικά” μου λέει…
Ο Άμπυ, ο πιανίστας, με τον οποίο πίνουμε το ουίσκι μας στο διάλειμμα, μου εξηγεί. “Ο Τάμις, ο Έλληνας φίλος μου, μου έφερε κάποιους ελληνικούς δίσκους. Με μάγεψε η μουσική τους! Το κομμάτι που άκουσες, το έγραψε κάποιος Βασίλης Τσιτσάνης. Νομίζω ότι πρόκειται για μουσική μεγαλοφυΐα Έχω διασκευάσει όλα τα κομμάτια του δίσκου, όπως και του άλλου δίσκου που μου έδωσε ο Τάμις, ενός Μάρκου Βαμβακάρη! Αυτόν τον έχουν αντιγράψει οι “Beatles!” μου λέει και με τρελαίνει!
Κι ύστερα κάθεται στο πιάνο και μου παίζει πάλι την “Κυριακή” και κολλητά το “Θα πάω εκεί στην Αραπιά”, σε καθαρά τζαζ ύφος, με τον κοντούλη κορνετίστα να “γεμίζει” και τον ντράμερ να παίζει τις βούρτσες του ασταμάτητα, ενώ ο μπασίστας όργωνε τον βραχίονα του κοντραμπάσσου.
“Και το άλλο που μου είπες για τους Beatles;” τον ρωτάω. Και αλλάζουν μοτίβο, μπαίνουν σε άλλο ύφος και μου παίζει ένα μπέρδεμα από “Michelle”, “Φραγκοσυριανή” , “Girl” και “Τα ματόκλαδά σου λάμπουν” και μου κλείνει το μάτι! Κι εγώ δεν ξέρω τί να πω και η συνάδελφος ρωτάει: “Καλά, το “Michelle” είναι του Βαμβακάρη;”.
Πώς μου ήρθανε σήμερα όλο ετούτα; Να, στις 18 του μήνα συμπληρώθηκαν 37 χρόνια από τον θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη, ενός ανθρώπου που χάραξε δρόμους στην ελληνική λαϊκή μουσική, Ως συνθέτης, στιχουργός και άριστος εκτελεστής, βιρτουόζος στο μπουζούκι.
Ο Χατζιδάκις τον αποκαλούσε πότε “Μπαχ” και πότε “Μότσαρτ” της ελληνικής μουσικής. Τον γνώρισα, τον άκουσα, τον συζήτησα, τον απόλαυσα και συμφωνώ με όσα είπε ο μέγας Μάνος.
Όσο για τους Beatles, δεν τολμώ να πω ότι αντέγραψαν τον Μάρκο! Εξ άλλου οι νότες είναι μόνο επτά! Αλλά, όποτε βρεθώ με παρέα και υπάρχει πιάνο, παίζω εκείνα που άκουσα στο μπαράκι του Τάμις (Θανάσης ήταν το όνομα του μπάρμαν). Και ρωτάνε πολλοί: “Μα, καλά, του Βαμβακάρη είναι το “Michelle”;